πλακωσιά

πλακωσιά
η, Ν
συρροή, συνήθως απροσδόκητη, πλήθους ανθρώπων σε έναν τόπο, κοσμοσυρροή, κοσμοπλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλακωσ- τού αορ. τού πλακώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. αρματωσ-ιά, σκαλωσ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”